Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη, Δεκεμβρίου 20, 2011

Η αρχαία ελληνική τέχνη και η ακτινοβολία της






Κυκλοφορεί από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη) ο έβδομος και τελευταίος τόμος της σειράς "Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση", υπό τον τίτλο Η αρχαία ελληνική τέχνη και η ακτινοβολία της. Συγγραφείς οι Μ. Βουτυράς και Α. Γουλάκη Βουτυρά. Στον "Πρόλογo" ο υπεύθυνος του Προγράμματος και συντονιστής της σειράς, Δ. Ν. Μαρωνίτης, σημειώνει:

"Η μία αρετή του εγχειριδίου αποτυπώνεται στη διαίρεσή του σε δύο ισότιμα σχεδόν μέρη. Το πρώτο μέρος, συνταγμένο από τον Μανόλη Βουτυρά, είναι εξ ορισμού αρχαιολογικό και επιγράφεται "αρχαιοελληνική τέχνη". Εξελισσόμενο σε οκτώ έντιτλα κεφάλαια, καλύπτει με επάρκεια και ενάργεια, όλο το φάσμα της ελληνικής τέχνης, από τους Σκοτεινούς αιώνες και τη γεωμετρική περίοδο έως την όψιμη ελληνιστική εποχή.

Το δεύτερο μέρος, σπάνιο απρόβλεπτο σε παρόμοιες περιπτώσεις, οφείλεται στην αρμόδια γνώση και στον επίμονο μόχθο της Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά. Η οποία ερευνά και συντάσσει συστηματικά σε έξι κεφάλαια τα βασικά εκείνα στοιχεία που μαρτυρούν τη γόνιμη και εξελισσόμενη επίδραση της αρχαίας ελληνικής τέχνης στα νεότερα χρόνια, από την πρώιμη Αναγέννηση έως το τέλος του 20ου αιώνα. Καταλήγοντας στα ίχνη και στα σήματα της αρχαιοελληνικής καλλιτεχνικής παράδοσης, όσα και όπως αναγνωρίζονται σε επώνυμα πρόσωπα και έργα της νεοελληνικής τέχνης.

Η δεύτερη, μεθοδολογική και ιδεολογική, αρετή, αφορά τον αρμόδιο τύπο, με τον οποίο νοείται και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση η αρχή της ακτινοβολίας και της επίδρασης, στην πορεία και στην εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Επιβεβαιώνοντας την παραγωγική αξία που έχει και στον καλλιτεχνικό τομέα η μέθοδος της αμοιβαιότητας. Που πάει να πει: στην τέχνη όποιος δίνει παίρνει, και όποιος παίρνει δίνει. Έτσι μόνο το ξένο παράδειγμα τρέπεται σε οικείο και το οικείο ξενίζεται, διευρύνοντας συνεχώς τον ορίζοντα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, τόσο στη διάσταση του χώρου όσο και στο άνυσμα του χρόνου.

Τούτο σημαίνει ότι η αμφίδρομη ακτινοβολία και επίδραση της αρχαίας ελληνικής τέχνης συστήνουν έναν τύπο πολιτισμού ανοιχτού στον χώρο και στον χρόνο, προάγοντας την αρχή της αμοιβαίας ανταλλαγής και στην ευρύτερη περιοχή της οικονομίας και της πολιτικής, όταν μάλιστα κλονίζεται. Από την άποψη αυτή το έβδομο και τελευταίο εγχειρίδιο της σειράς δεν είναι εκτός τόπου και χρόνου".

Δείτε ένα απόσπασμα από το εγχειρίδιο κάνοντας κλικ εδώ.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 16, 2011

Η Ιταλία "ταμιεῖον" της κλασικής παιδείας


Η Ιταλία (μέσω της Accademia Vivarium Novum) διεκδικεί τον τίτλο της προστάτιδας χώρας των λατινικών και των αρχαίων ελληνικών στην Unesco και ζητάει υπογραφές. Σε δημοσιευμένο πολύγλωσσο (πανευρωπαϊκό) έντυπο-έκκληση (από το οποίο απομονώνεται εδώ το ελληνικό μέρος, συνταγμένο με αρκετά λάθη "ελληνιστί" = αρχαία ελληνικά), επισημαίνεται η περιθωριοποίηση των κλασικών γλωσσών σήμερα (εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης, του οικονομισμού, του πραγματισμού, κτλ.) και η συρρίκνωσή τους σε λίγα εκλεκτά σχολεία, υπενθυμίζεται η συνεισφορά των λατινικών, των "ελληνικών" (δηλ. των αρχαίων ελληνικών) και της χριστιανοσύνης στη διαμόρφωση του δυτικού πολιτισμού και εξαίρεται η Ιταλία ως χώρα της τέλειας σύγκλισης των τριών ριζών του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Ζητείται, λοιπόν, από την Unesco:
α) να μεσολαβήσει στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ώστε να θέσουν υπό την προστασία τους τα λατινικά και τα "ελληνικά" (ελληνιστί: τό πεῖσαι τούς ἄρχοντας πασῶν τῶν Εὐρωπαίων πόλεων μή παύσασθαι τάς Ἑλληνικήν καί τε Ῥωμαϊκήν γλώττας θεραπεύοντας, ὀχυροῦντας καί διαγγέλλοντας, ἅτε πᾶσαν τήν τῆς ἐπί δυσμαῖς οἰκουμένης καί παρά πολλά ἄλλα ἔθνη φερομένην παιδείαν περιλαβούσας)
β) να αναγνωριστούν τα λατινικά και τα "ελληνικά" ως "άυλες κληρονομιές της ανθρωπότητας" (ελληνιστί: τό ἀποδέξασθαι ἄμφω γλώττα εἰς τήν ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἄνυλον οὐσίαν, ἅτε μάλιστα ταύταιν μελούσαιν οὐ μόνον πᾶσι τοῖς Εὐρωπαίοις, ἀλλά καί τοῖς τῆς Εὐρωπαίας παιδείας μετέχουσιν. Πλείους γάρ ἢ κ' ἑκατονταετηρίδας πᾶσι τούτοις ἔθνεσι σύνδεσμος γεγόνασιν)
γ) να ανατεθεί στην ιταλική κυβέρνηση ο ρόλος της προστάτιδας/εγγυήτριας των λατινικών και των "ελληνικών", ώστε να μπορεί να προωθήσει τη διδασκαλία τους και έξω από τους χώρους της επαγγελματικής αρχαιογνωσίας (ελληνιστί: τό τῇ Ἰταλικῇ πολιτεία τίμης φρουρᾶς καί ἐπιτειχίσματος μεταδοῦναι τῷ φωνάς τε τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καί Ῥωμαίων προαγαγεῖν, καταλαβεῖν γάρ δεῖ ταύτας τάς διαλέκτους ἅμα τῇ φιλοσοφίᾳ καί ταῖς ἐκ ταύτης γεγενημένας διδασκαλίαις, ὄργανα ἀναγκαιότατα εἰς ἐλευθέριον παίδευσίν τινα, μή ἄγαν ἀκριβῶς πρός μαθήματα σμικρώτατα προσβλέπουσαν, ἀλλά καί μᾶλλον ὅλων τῶν ἐπιστημῶν τήν γνῶσιν διώκουσαν)
δ) να αναγνωριστεί η Ιταλία ως "θησαυρός συμβόλων" και σταυροδρόμι των κλασικών γλωσσών και του πολιτισμού τους (ελληνιστί: τό δέ καί οὕτω τήν Ἰταλίαν ταμιεῖον ὅλης τῆς ἐν τῇ ἐπί δυσμαῖς οἰκουμένῃ παιδείας παραγαγεῖν, ὥστε ταύτας τάς τέχνας καί σπουδάς μή μόνον ἐν πανεπιστημίοις καί γυμνασίοις ἀλλά παρά τοῖς περί τῆς φυσικῆς σοφοῖς, καί ἐν δημοσίοις θεάμασι καί πανταχόσεν θρυλουμένοις κηρύγμασι θεραπεῦσαι, διαγγεῖλαι, παραστῆσαι).

Η νοσταλγία του παρελθόντος, σε στιγμές μάλιστα έντονης οικονομικής κρίσης, δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Εξάλλου, με το μανιφέστο αυτό οι ιταλοί φίλοι μας διεκδικούν τα "πρωτεία" της "φύλαξης" και της συντήρησης των κλασικών γλωσσών από τήν Ελλάδα. Η οποία, σε αντίθεση προς τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες (την Ιταλία κυρίως, που αντιπροσωπεύεται στο έντυπο-έκκληση και με τα λατινικά και με τα ιταλικά της) εμφανίζεται σαν να μην έχει σύγχρονη γλώσσα (τη νεοελληνική).

Κυριακή, Οκτωβρίου 09, 2011

Και τα κλασικά γράμματα στο "γυμνό" σχολείο


"Το παράδειγμα των αθλητών, των ανέργων και πολλών άλλων γυμνών διαμαρτυρομένων, ακολούθησαν στη Γαλλία 15 καθηγητές Μέσης Εκπαίδευσης, προκειμένου να τραβήξουν την προσοχή πάνω στην απαξίωση και την ...απογύμνωση της δημόσιας εκπαίδευσης. Στο Μανιφέστο που κυκλοφόρησαν, καταγγέλουν ότι οι μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία κρύβουν μία κοντόφθαλμη λογιστική και τεχνοκρατική λογική που δυναμιτίζει τις βάσεις της δημοκρατικής εκπαίδευσης. "Δηλώνουμε ότι σήμερα το σχολείο είναι γυμνό, όχι μόνο γιατί του στερούν τα οικονομικά μέσα, αλλά κυρίως γιατί έχει χάσει βαθμηδόν το νόημά του, καθώς και το ανθρωπιστικό του ιδεώδες, που από την εποχή των Ελλήνων του έδωσε το όνομα του "σχολείου"."
Έτσι τα γράφει το LIFOLAND

Λατινικά, αρχαία ελληνικά. Νεκρές γλώσσες -και θαμμένες ( Κα. Χ, καθηγήτρια Κλασικής Φιλολογίας).

Παρασκευή, Οκτωβρίου 07, 2011

Διδασκαλία των κλασικών γλωσσών με τις ΤΠΕ στην Ευρώπη



Στην ιστοσελίδα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας έχουν αναρτηθεί, μεταξύ άλλων, μελέτες για τη διδασκαλία των κλασικών γλωσσών με τις ΤΠΕ στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση των χωρών Αγγλία (Λ. Πόλκας), Γερμανία (Π. Σεράνης), Γαλλία (Ευδ. Μητρούση) και Ιταλία (Μ. Ξανθού). Στις μελέτες
• συστήνεται η διάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος καθεμιάς χώρας
• επισκοπείται η ιστορία της διδασκαλίας των κλασικών μαθημάτων στο καθένα εκπαιδευτικό σύστημα
• περιγράφεται η θέση των κλασικών μαθημάτων στο πρόγραμμα σπουδών
• σχολιάζονται οι αναφορές στα προγράμματα, με βάση τα οποία προβλέπεται η αξιοποίηση των ΤΠΕ στη διδασκαλία τους
• αναδεικνύονται, άμεσα ή έμμεσα, οι αντιλήψεις που διέπουν την ένταξη των ΤΠΕ στη διδασκαλία των κλασικών μαθημάτων
• αναφέρονται παραδείγματα καλών πρακτικών
• αποτιμάται συμπερασματικά η αξιοποίηση των ΤΠΕ στη διδασκαλία τους.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 29, 2011

WEB 2.0: Cool Tools for Schools




To wiki Web 2.0: Cool Tools for Schools κρίθηκε το 2011 από το εκπαιδευτικό αποθετήριο MERLOT ο καλύτερος διαδικτυακός τόπος για δεσμούς με ελεύθερα εργαλεία web 2.0, που μπορούν να χρησιμοποιήσουν δάσκαλοι ή μαθητές.

Δευτέρα, Αυγούστου 22, 2011

Δούναι και λαβείν



Προλόγισμα στο έβδομο εγχειρίδιο της σειράς "Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση", με το οποίο περατώνεται ένα συλλογικό πρόγραμμα (ερευνητικό, συγγραφικό, εκδοτικό) πειραματικού και πιλοτικού εξαρχής χαρακτήρα.

Βασικός στόχος του: η ουσιαστική, μεθοδολογική και διδακτική διάκριση αρχαιογνωσίας και αρχαιογλωσσίας. Η άρση δηλαδή μιας παρεξήγησης, που συγχέει τους δύο όρους, υποστηρίζοντας ότι είναι λίγο-πολύ συνώνυμοι. Πρόκειται για αυθαίρετο, από επιστημονική και ιστορική άποψη, ισχυρισμό, που παραγνωρίζει την καταστατική διαφορά ανάμεσα στη γνώση και στη γλώσσα, στη γλώσσα και στον λόγο. Δίνοντας μάλιστα προβάδισμα στην αρχαιογλωσσία, προορισμένη, υποτίθεται, να αναπληρώνει τα ελλείμματα της νεογλωσσίας μας.

Η προγραμματική απόρριψη αυτής της παρεξήγησης στο συγκεκριμένο πρόγραμμα δεν συνεπάγεται ασφαλώς υποτίμηση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αποτελεί όμως εμπόδιο στην ανιστόρητη υπερτίμησή της, τόσο έναντι της νεοελληνικής όσο και κάθε άλλης σύγχρονης γλώσσας. Ζητούμενο στην προκείμενη περίπτωση είναι να οριστούν νηφάλια οι έγκυρες σχέσεις αρχαιογνωσίας και αρχαιογλωσσίας, με την προϋπόθεση ότι η δεύτερη αποτελεί μέρος και μέσο της πρώτης, στην περιοχή ειδικότερα των γραμμάτων, όχι ηγεμονικό αυτοσκοπό.

Σ΄ αυτή την εδραία βάση στηρίζονται και τα επτά εγχειρίδια του προγράμματος (εκδόσεις του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη, ΙΝΣ), το οποίο, γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο εγκαινιάστηκε με παραδειγματικό εγχειρίδιο της σειράς την Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, συνταγμένη από τον αλησμόνητο Τάσο Χριστίδη (δημοσιεύτηκε το 200, λίγους μήνες μετά τον πρόωρο θάνατό του). Μεσολάβησαν, μέσα στον ίδιο χρόνο, η άρτια "Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία" του Φάνη Κακριδή και ο συναρπαστικός τόμος "Η Ρώμη και ο κόσμος της" του Θεόδωρου Παπαγγελή, ευάγωγη γέφυρα ανάμεσα στον ελληνικό και στον ρωμαϊκό κόσμο της αρχαιότητας.

Την επόμενη χρονιά είδε το φως της δημοσιότητας το τέταρτο εγχειρίδιο, αφιερωμένο στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και στον φιλόσοφο βίο, με τον τίτλο "Αρχαίοι Ελληνες Φιλόσοφοι". Θεμελιώδες έργο του Βασίλη Κάλφα και του Γιώργου Ζωγραφίδη, όπου εφαρμόστηκε με απρόβλεπτη επιτυχία η μέθοδος της συγγραφικής διφωνίας. Το διφωνικό παράδειγμα ακολούθησαν: το 2007 ο επιγραφόμενος και ο Λάμπρος Πόλκας με την "Αρχαϊκή επική ποίηση" (υπότιτλος: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια). Το 2010 οι Δ. Ι. Κυρτάτας και Σ. Ι. Ράγκος με την "Ελληνική Αρχαιότητα" (υπότιτλος: πόλεμος-πολιτική-πολιτισμός), όπου μεταφέρονται καίρια ιστορικά δρώμενα, από την αρχαϊκή έως τη ρωμαϊκή εποχή, σε εναλλασσόμενο αφηγηματικό λόγο, που διαβάζεται απνευστί.

Έτσι φτάσαμε στο προκείμενο, έβδομο και τελευταίο, εγχειρίδιο της σειράς, που επιγράφεται "Η αρχαία ελληνική τέχνη και η ακτινοβολία της", συνεργατικό πόνημα του ζεύγους Μανόλη και Αλεξάνδρας Βουτυρά, στο οποίο προτάσσεται κατατοπιστικός πρόλογος των δύο συγγραφέων. Εδώ προκαταβάλλονται με δίκαιη, πιστεύω, έμφαση δύο δυσεύρετες αρετές του εγχειριδίου, οι οποίες υποτονίζονται από σεμνότητα στον συνοπτικό Πρόλογο του τόμου.

Η μία αρετή αποτυπώνεται ήδη στη διαίρεση του εγχειριδίου σε δύο σχεδόν ισότιμα μέρη. Το πρώτο, συνταγμένο από τον Μανόλη Βουτυρά, είναι εξ ορισμού αρχαιολογικό. Εξελισσόμενο σε οκτώ έντιτλα κεφάλαια, καλύπτει, με επάρκεια και ενάργεια, όλο το φάσμα της ελληνικής τέχνης, από τους «Σκοτεινούς αιώνες» και τη «Γεωμετρική περίοδο» έως την όψιμη «Ελληνιστική εποχή».

Το δεύτερο μέρος, σπάνιο και απροσδόκητο σε παρόμοιες περιπτώσεις, οφείλεται στη αρμόδια γνώση και στον επίμονο μόχθο της Αλεξάνδρας Βουτυρά. Η οποία ερευνά και συντάσσει συστηματικά σε έξι κεφάλαια τα βασικά εκείνα στοιχεία που μαρτυρούν τη γόνιμη και εξελισσόμενη επίδραση της αρχαίας ελληνικής τέχνης στα νεότερα χρόνια, από την πρώιμη Αναγέννηση έως το τέλος του εικοστού αιώνα. Καταλήγοντας στα ίχνη και στα σήματα της αρχαιοελληνικής καλλιτεχνικής παράδοσης, όπου και όπως αναγνωρίζονται σε επώνυμα πρόσωπα και έργα της νεοελληνικής τέχνης.

Η δεύτερη, μεθοδολογική και ιδεολογική, αρετή αφορά στον αμφίδρομο τρόπο με τον οποίο νοείται και εφαρμόζεται η αρχή της αμοιβαίας επίδρασης στην προκειμένη περίπτωση. Που πάει να πει: στην τέχνη (στη λογοτεχνία και στη ζωή βέβαια) όποιος δίνει παίρνει και όποιος παίρνει δίνει. Έτσι μόνο το ξένο παράδειγμα τρέπεται σε οικείο και το οικείο ξενίζεται. Διευρύνοντας συνεχώς τον ορίζοντα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, τόσο στη διάσταση του χώρου όσο και στο άνυσμα του χρόνου. Συστήνοντας συνάμα έναν τύπο ανοιχτού πολιτισμού και ανοιχτής πολιτικής μεταξύ των λαών, συμπεριλαμβανομένης και της οικονομίας. Από την άποψη αυτή το έβδομο και τελευταίο εγχειρίδιο της σειράς δεν είναι εκτός τόπου και χρόνου.

Δευτέρα, Ιουλίου 18, 2011

"Η Eλληνική Aρχαιότητα" στο Dialogues d'Histoire Ancienne


Βιβλιοπαρουσίαση της έκδοσης του εγχειριδίου του Προγράμματος των Δ. Κυρτάτα και Σ. Ράγκου "Η Ελληνική αρχαιότητα: πόλεμος-πολιτική-πολιτισμός".


Τρίτη, Ιουνίου 21, 2011

Η αρχαία ιστορία με γλαφυρότητα



Αναδημοσίευση από την εφ. Καθημερινή,21/06/2011

Συναρπαστική συνεχής αφήγηση από τον 8ο π.Χ. αι. έως τον 4ο μ.Χ., μοιρασμένη σε τέσσερις εποχές

της Δέσποινας Iωσήφ
Καθηγήτριας - συμβούλου στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο


Δ. Ι. Κυρτάτας και Σ. Ι. Ράγκος, Η ελληνική αρχαιότητα: πόλεμος, πολιτική, πολιτισμός, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών: Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Αθήνα, 2010, σελ. 419.


ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΙΑ. Μια αναπάντεχη, πρωτόγνωρη και ευχάριστη έκπληξη αποτελούν τα επτά πειραματικά διδακτικά εγχειρίδια της σειράς «Αρχαιογνωσία και αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση», την ευθύνη της οποίας είχαν ο Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, το Κέντρο Εκπαιδευτικής Ερευνας και το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Τα εγχειρίδια συντάχθηκαν από αξιόλογους πανεπιστημιακούς καθηγητές με σκοπό να ανατρέψουν τα εκπαιδευτικά δεδομένα στην προσέγγιση του αρχαίου ελληνικού κόσμου, καθώς σχεδιάστηκαν για να συντροφεύουν τους μαθητές του γυμνασίου και στις τρεις τους τάξεις, δεν απαιτούν τη διδακτική ακολουθία των κεφαλαίων και την τυφλή αναπαραγωγή του περιεχομένου τους, ενώ ενθαρρύνουν τον προβληματισμό, τον γόνιμο διάλογο και την όξυνση της κριτικής ικανότητας. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στη διακήρυξη των αρχών του προγράμματος: «η κατ’ ανάγκην ποσοτική υποβάθμιση της σχολικής Aρχαιογνωσίας και Aρχαιογλωσσίας στη Mέση Eκπαίδευση καθιστά επείγουσα την ποιοτική της αναβάθμιση. H προσδοκώμενη αυτή ποιοτική αναβάθμιση συνεπάγεται την ανάδειξη εκείνων των χαρακτήρων της σχολικής αρχαιομάθειας, οι οποίοι την καθιστούν σήμερα ωφέλιμη και ελκυστική».

Το έκτο εγχειρίδιο με τίτλο «Η ελληνική αρχαιότητα» παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Οι συγγραφείς του εγχειριδίου Δημήτρης Ι. Κυρτάτας, καθηγητής της Ύστερης Αρχαιότητας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας, και Σπύρος Ι. Ράγκος, αναπληρωτής καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας και Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών, διατρέχουν σε συναρπαστική συνεχή αφήγηση την ελληνική αρχαιότητα από τον 8ο προχριστιανικό αιώνα έως τον 4ο μεταχριστιανικό, μοιράζοντάς την συμβατικά σε τέσσερις εποχές (αρχαϊκή, κλασική, ελληνιστική και ελληνορωμαϊκή) και εστιάζοντας την προσοχή τους στα κυριότερα πολεμικά και πολιτικά γεγονότα και πολιτισμικά επιτεύγματα που καθόρισαν τη μοίρα του σύγχρονου κόσμου.

Πηγές και θρύλοι

Σε αντίθεση με τα συμβατικά διδακτικά εγχειρίδια, οι συγγραφείς ενδιαφέρονται για την πρόσληψη του παρελθόντος από τους αρχαίους Έλληνες και βρίσκουν αποκαλυπτικούς τους επινοημένους θρύλους. Προσφέρουν έντεχνα ένα παράθυρο στον αρχαίο κόσμο αξιοποιώντας αποσπάσματα από αρχαίες πηγές, τα οποία και παραθέτουν αυτούσια ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να ελέγξει μια πληροφορία ή να αντλήσει τα δικά του συμπεράσματα. Παράλληλα με τις περισσότερο γνωστές πηγές οι συγγραφείς φέρνουν στο προσκήνιο παραμελημένες πηγές, όπως τα αρχαία ελληνικά μυθιστορήματα και τα απόκρυφα ευαγγέλια, που ήταν εξαιρετικά δημοφιλή αναγνώσματα στην αρχαιότητα, αλλά αγνοήθηκαν επιδεικτικά και συστηματικά από την παραδοσιακή ιστοριογραφία επί γενεές. Αναδεικνύουν, ή έστω αγγίζουν, ζητήματα που οι επιτροπές έγκρισης σχολικών βιβλίων έκριναν ακατάλληλες προς γαλούχηση της ελληνικής νεολαίας μέχρι πρόσφατα, παρότι αυτά αποτελούσαν μέρος της καθημερινής ζωής των αρχαίων Ελλήνων, όπως η διατροφή, οι μαγικές πρακτικές, η διανυκτέρευση ασθενών σε ναούς του Ασκληπιού, με σκοπό την εμφάνιση του θεού σε όνειρο και την ίαση (= η εγκοίμηση), η έκθεση βρεφών μέσα σε χύτρες (= ο χυτρισμός), η πορνεία και η παιδεραστία. Τέλος, δεν διστάζουν να διαλύσουν μύθους και να παραδεχθούν για παράδειγμα, ότι οι Ελληνες θαύμασαν τους πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής και επηρεάστηκαν βαθύτατα από αυτούς.

Αντισυμβατικό

Ο κ. Κυρτάτας και ο κ. Ράγκος είναι πολυγραφότατοι μελετητές της αρχαιότητας με σπουδαίο και διεθνώς αναγνωρισμένο έργο. Γνωρίζουν εξαιρετικά καλά την αρχαία ιστορία και τη διηγούνται χαρισματικά και κατανοητά σε ένα μη εξοικειωμένο κοινό. Επιδεικνύουν για μια ακόμη φορά την ίδια επιμελημένη απλότητα, σαφήνεια, γλαφυρότητα, εμβρίθεια, και διεισδυτικότητα στην οποία μας έχουν συνηθίσει στα δημοσιεύματά τους και στις αίθουσες διδασκαλίας. Τα παραδοσιακά ιστορικά εγχειρίδια συνήθως, με τρόπο απόλυτο και υπεροπτικό και σε διδακτικό άκρως ανιαρό τόνο, μας νουθετούσαν.

Πολλά από αυτά ήταν γραμμένα πρόχειρα και βιαστικά και προχωρούσαν σε μια επιφανειακή θεώρηση του παρελθόντος, μια στεγνή εξιστόρηση των γεγονότων με μειωμένο ενδιαφέρον, όπου κυριαρχούσαν οι μεγάλοι άνδρες και αποσιωπούνταν όψεις της καθημερινότητας. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι, παρότι πρόκειται για συνεργατικό πόνημα, επιτυγχάνεται ενιαίο ύφος και ο λόγος ρέει αβίαστα και ότι στο βιβλίο υπάρχει ένα ασυνήθιστα για τα ελληνικά δεδομένα εκτενές και χρήσιμο ευρετήριο.

Το βιβλίο διαβάζεται απνευστί. Είναι απαραίτητο απόκτημα όχι μόνο για τα σχολεία αλλά και για κάθε ελληνική βιβλιοθήκη, καθώς σε αυτό παρουσιάζεται με τρόπο άμεσο και απαράμιλλο συμπυκνωμένη όλη η ιστορία της αρχαίας Ελλάδας. Μόνο ένας κίνδυνος ελλοχεύει μετά την ανάγνωσή του: να στραφούν όλοι στις ιστορικές σπουδές.

Δευτέρα, Ιουνίου 20, 2011

Αρχαίος και σύγχρονος φιλελληνισμός


Ο Boris Johnson, δήμαρχος του Λονδίνου-απόφοιτος της Οξφόρδης, έχει κατ' επανάληψη τοποθετηθεί υπέρ της επαναφοράς των κλασικών γλωσσών στο Εθνικό Πρόγραμμα/National Curriculum των σχολείων της Αγγλίας. Από όπου εδώ και κάποια χρόνια έχουν, ως γνωστόν, εξοριστεί. Αν κρίνει βέβαια κάποιος πρόσφατες δηλώσεις και γραφτά του αρχαιολάτρη πολιτικού, με αφορμή τα όσα συμβαίνουν στον τόπο μας (βλ. the Telegraph, 19/06/2011), θα διαπίστωνε ότι ο φιλελληνισμός του σταματάει μάλλον στην κλασική Ελλάδα, άντε να φτάνει μέχρι τη Ρώμη. Όσο για τους σύγχρονους Έλληνες, καλό θα ήταν, λέει ο Johnson, να εγκαταλείψουν το ευρώ επιστρέφοντας στη δραχμή.

Τετάρτη, Ιουνίου 08, 2011

Η διδασκαλία της αρχαιότητας



Στο περιοδικό "The Books' Journal" (τεύχος 8, Ιούνιος 2011) έδωσαν συνέντευξη στη φιλόλογο εκπαιδευτικό Μαρώ Τριανταφύλλου οι Δημήτρης Κυρτάτας και Σπύρος Ράγκος -συνεργάτες του προγράμματος "Αρχαιογνωσία & Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση" και συγγραφείς του εγχειριδίου Η Ελληνική αρχαιότητα: πόλεμος-πολιτική πολιτισμός. Ακολουθούν επιλεγμένα αποσπάσματα από τη συνέντευξη:

Κύριε Κυρτάτα, μιλάμε για ένα εγχειρίδιο ιστορίας του αρχαίου ελληνικού κόσμου σε μια περίοδο που το υπουργείο αλλάζει και πάλι τη δομή του λυκείου και την ύλη των μαθημάτων. Σε καλή ώρα, λοιπόν, εσείς και ο κ. Ράγκος προτείνετε ένα τρόπο μελέτης της ιστορίας από εφήβους και τους δασκάλους τους. Ποιος ήταν ο στόχος που είχατε γράφοντας το βιβλίο αυτό;

Δημήτρης Κυρτάτας: Το βιβλίο μας είναι καρπός συλλογικής προσπάθειας. Την ιδέα της σύνταξης μιας ολόκληρης σειράς πειραματικών εγχειριδίων, στο πλαίσιο ενός πρωτοποριακού προγράμματος, συνέλαβε και συντόνισε σε κάθε της βήμα ο φίλος καθηγητής Δημήτρης Μαρωνίτης. Το πρόγραμμα θα ολοκληρωθεί με την έκδοση ενός ακόμα βιβλίου [για την αρχαία ελληνική τέχνη] που αναμένεται σύντομα. Έτσι, για πρώτη φορά στα ελληνικά γράμματα θα κυκλοφορούν επτά τόμοι που θα καλύπτουν όλες τις πτυχές της αρχαιότητας και θα είναι διαθέσιμοι σε μαθητές και καθηγητές. Και βεβαίως σε όλους τους παράγοντες που ασχολούνται σήμερα με τις εκπαιδευτικές αλλαγές. [...]

Οι στόχοι μας είναι πολλοί. Ο βασικότερος πάντως διαφαίνεται, νομίζουμε, σαφώς ακόμα και με μια απλή φυλλομέτρηση του βιβλίου. Θέλαμε να ενοποιήσουμε τη διδακτέα ύλη της αρχαίας ιστορίας τόσο σε εύρος όσο και σε βάθος. Η ιδέα του τεμαχισμού των περιόδων, και μάλιστα η απόσπαση των ελληνιστικών και των ρωμαϊκών χρόνων από την κλασική περίοδο δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η αρχαία ιστορία δεν πρέπει να υποδιαιρείται, και μάλιστα με υπόρρητη ή ρητή σύμβαση τη διάκριση των χρόνων της ακμής από τους χρόνους της παρακμής. Επίσης δεν μας βρίσκει σύμφωνους η παρουσίαση του πολιτισμού έξω και χωριστά από τα πολεμικά και πολιτικά συμφραζόμενα. Προσπαθήσαμε έτσι να μεταδώσουμε την ιδέα της συνέχειας και την ιδέα της ενότητας.

Ένας δεύτερος στόχος, που δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά, είναι η διαχείριση της ιστοριογραφίας ως ιστορικού υλικού. Εξηγούμαι: ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Ξενοφών, και πολλοί άλλοι λιγότερο γνωστοί ιστορικοί εμφανίζονται στο ιστορικό μας αφήγημα ως μέρος της ιστορίας. Υπενθυμίζουμε έτσι διαρκώς στον αναγνώστη ότι δεν αρκεί να ρωτά κανείς "τι συνέβη". Πρέπει επίσης πάντα να ρωτά και "πώς το ξέρουμε". Στο πλαίσιο ενός σχολικού εγχειριδίου αποφύγαμε πάντως τη συστηματική και αναλυτική τεκμηρίωση.

Κύριε Ράγκο, πώς θα ορίζατε το στόχο που είχατε όταν αποφασίσατε τη συμμετοχή σας στη συγγραφή αυτού του εγχειριδίου;

Σπύρος Ράγκος: Όταν μου έγινε η πρόταση συμμετοχής στη συγγραφή του εγχειριδίου, αισθάνθηκα, εκτός από μεγάλη τιμή, και ένα μεγάλο δέος. Πώς θα μπορέσουμε να συνοψίσουμε μια υπερχιλιετή ιστορία μέσα σε ένα τόμο με τρόπο εύληπτο; Και επιπλέον: πώς ακριβώς τα πολιτιστικά επιτεύγματα θα μπορούσαν να ενταχθούν οργανικά στην αφήγηση πολιτικο-στρατιωτικών γεγονότων, χωρίς να δίνουν την εντύπωση, όπως συμβαίνει συχνά, ότι αποτελούν ένα επουσιώδες παράρτημα, κάτι σαν "ουρά" στον βασικό κορμό της πολιτικής ιστορίας; Σε αυτές και άλλες παρόμοιες απορίες τη λύση μάς την έδωσε ο υπότιτλος του εγχειριδίου που θα γράφαμε. Το τρίπτυχο "πόλεμος-πολιτική-πολιτισμός" παρείχε τη δυνατότητα να δούμε ολόκληρη των αρχαιοελληνική ιστορία, και όχι μόνο την πολιτικο-στρατιωτική, κάτω από το πρίσμα του αγώνα.

Ξέρετε η έννοια του αγώνος ήταν πολύ καίρια στην αρχαία ελληνική νοοτροπία. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν την τάση να βλέπουν αντιπαραθέσεις παντού, ακόμα και στα πιο ειρηνικά έργα. Ανέπτυξαν, ως εκ τούτου, την ικανότητα να κινητοποιούν τον ανταγωνισμό και τη φυσική άμιλλα με τρόπο άκρως παραγωγικό και ωφέλιμο, όπως δεν έγινε ποτέ άλλοτε σε τόσο έντονο βαθμό. Έτσι ιδωμένα τα έργα του πολιτισμού -από τις απαγγελίες των ομηρικών επών έως τους πανελλήνιους αγώνες της Ολυμπίας- δεν ήταν παρά η άλλη όψη του βίαιου πολέμου που διεξήγαγαν τόσο συχνά οι αρχαίες πόλεις μεταξύ τους. [...] Κύριος στόχος μου ήταν η ανάδειξη του ανταγωνιστικού πνεύματος που διαπνέει την αρχαία ελληνική ιστορία, σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις, και η επισήμανση των τρόπων με τους οποίους η φυσική επιθετικότητα μπορεί να μετατραπεί σε πολιτιστικό αγαθό.[...]

Στην εποχή της εικόνας και των "παραθύρων", κ. Κυρτάτα, γράφετε ένα βιβλίο χωρίς σχεδόν εικονογράφηση, μολονότι απευθύνεται προνομιακά στη νέα γενιά. Πρόκειται για μια πρόταση επιστροφής στη χαρά της αφήγησης και της παρακολούθησής της; Είναι μια συνειδητή, παιδαγωγική επιλογή και πρόταση;

Δ. Κ.: Η επιλογή μας είναι απολύτως συνειδητή. Αρκετοί μας έχουν ψέξει στο ζήτημα αυτό και δικαίως, εφόσον οι νέοι σήμερα διαβάζουν πολύ ευκολότερα εικόνες από ό,τι κείμενα. Ας πούμε ότι πρόκειται για μια προκλητική επιλογή. Σε μια εποχή που τα σχολικά εγχειρίδια κατακλύζονται από εικόνες, πίνακες και σχεδιαγράμματα έχουμε συχνά την αίσθηση ότι η ιστορική ύλη κατακερματίζεται και χάνει τη συνοχή της. Έχουμε την ελπίδα, πάντως, ότι δεν θα αποθαρρύνουμε όλους τους εν δυνάμει αναγνώστες μας. Και πάντως, όσοι αποφασίσουν να μας διαβάσουν, θα εκπλαγούν, πιστεύω ευχάριστα. Μπορεί να μην έχουμε εικόνες, αλλά το αφηγηματικό μας ύφος θυμίζει συχνά τα παιδικά παραμύθια. Το βιβλίο μπορεί να διαβάζεται ίσως δυσκολότερα από τα αντίστοιχα του είδους, απομνημονεύεται ωστόσο ευκολότερα.

Κύριε Ράγκο, στον κοινό πρόλογό σας τονίζετε ότι το βιβλίο σας είναι γραμμένο για ελληνικό κοινό. Δηλαδή, αν απευθυνόταν σε ένα άλλο κοινό -αγγλικό ή γαλλικό, ιταλικό ή αμερικανικό- θα προσεγγίζατε τον αρχαιοελληνικό κόσμο με διαφορετικό τρόπο, κι αν ναι, ποιος θα ήταν αυτός; Τώρα που απευθύνεστε στο ελληνικό κοινό, ποια μέθοδο προσέγγισης του υλικού χρησιμοποιείτε και με ποιο στόχο;

Σ. Ρ.: Ίσως η σημαντικότερη επιρροή που άσκησε η αρχαία Ελλάδα στη δυτική λογοτεχνία και τέχνη προέρχεται από το χώρο της μυθολογίας. Αν γράφαμε για ένα γαλλικό ή αγγλικό κοινό, θα θεωρούσαμε χρέος μας να δείξουμε τη συνάφεια της αρχαίας μυθολογίας με πτυχές της πολιτιστικής παραγωγής των εθνών αυτών. Η αρχαιοελληνική μυθολογία, όμως, δεν ήταν ένα "πολιτιστικό" φαινόμενο: ανήκε στο ευρύτερο πλέγμα των σχέσεων του ανθρώπου με τον υπεραισθητό χώρο που ονομάζουμε σήμερα "θρησκεία". Τονίζοντας τη σύνδεση των μύθων με τις θρησκευτικές γιορτές, τις ιερές πομπές και τη θεία λατρεία φέρνουμε στο προσκήνιο σχέσεις που είναι οικείες στους αναγνώστες μας, κάνοντας έτσι έκκληση σε μιαν αντίληψη πραγμάτων που είναι ακόμα ζωντανή στον τόπο μας - όπως δεν θα συνέβαινε με ένα γερμανικό ή αμερικανικό κοινό. [...] Γενικά μιλώντας, οι γνώσεις που διαθέτει ήδη το κοινό στο οποίο απευθύνεται το βιβλίο επηρεάζει σημαντικά τον τρόπο συγγραφής του. Το τι θα περιλάβει και τι θα παραλείψει κανείς είναι πάντοτε ζήτημα εκτίμησης και ορθού μέτρου.

Δείξατε ιδιαίτερη επιμέλεια να ισορροπήσετε την έκταση της ιστορικής αφήγησης μεταξύ περιόδων που, τουλάχιστον σε σχολικό επίπεδο, είναι πιο γνωστές (αρχαϊκά, κλασικά) και περιόδων λίγο πολύ άγνωστων (ελληνιστικά και κυρίως ρωμαϊκά). Η προσπάθεια αυτή έχει να κάνει με το γεγονός ότι επείγει να δει ο Νεοέλληνας μια εικόνα του παρελθόντος του, που περιλαμβάνει και στιγμές ήττας αλλά και μετατόπισης των κέντρων από τον ελλαδικό χώρο στην πολυπολιτισμική Ανατολή; Ή αποτελεί μέρος μιας συνειδητής προσπάθειας δυο ιστορικών που θέλουν να δείξουν δρόμους προς μια ανάγνωση της ελληνικής ιστορίας με οικουμενική διάθεση;

Δ. Κ.: Και τα δύο. Θα επιμείνω ωστόσο στο δεύτερο. Η εθνική ιστορία πρέπει να διδάσκεται ως μέρος της παγκόσμιας ιστορίας. Μόνο έτσι αποκτά πραγματικό νόημα. Ειδικότερα η αρχαία ελληνική ιστορία δεν μπορεί να γίνει σωστά κατανοητή παρά μόνο στο πλαίσιο των πολιτισμών που περιέβαλαν τον ελληνικό. Στο βιβλίο μας αποδώσαμε έτσι όσο μεγαλύτερη σημασία μπορούσαμε στην ιστορία δύο κόσμων σε αναμέτρηση και σε συνύπαρξη με τους οποίους εξελίχτηκαν οι Έλληνες.[...]

Σ. Ρ.: Για να εξισορροπήσω την απάντηση του Δημήτρη Κυρτάτα, θα έλεγα ότι οι περίοδοι υποτιθέμενης παρακμής είναι κάποτε πιο διδακτικές από τις εποχές ακμής, ιδιώς αν, όπως συμβαίνει συχνά, είναι γενικώς άγνωστες. Ειδικά το τι συνέβη στον ελλαδικό χώρο μετά τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου, τη σύσταση των ελληνιστικών βασιλείων και την έλευση των Ρωμαίων είναι ιδιαιτέρως σημαντικό αν θελήσει κανείς να κατανοήσει τις μακράς διάρκειας αλλαγές. Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην αυτόνομη αρχαϊκή πόλη και τους θεούς της και ποια ανάμεσα στη ρωμαϊκή οικουμένη και τη λατρεία του αυτοκράτορα; Πώς και γιατί αναπτύχθηκαν οι μυστηριακές λατρείες της ελληνιστικής εποχής και της ύστερης αρχαιότητας; Τι ψυχικά και πνευματικά κενά ήρθαν να καλύψουν οι πολλές φιλοσοφικές σχολές που έριζαν μεταξύ τους κατά την ελληνιστική εποχή; Και από την άλλη μεριά: πώς μπόρεσαν οι Έλληνες να αντέξουν τη διάλυση του πατροπαράδοτου πλαισίου κάθε ευτυχισμένης και ολοκληρωμένης ζωής, δηλ. της αυτόνομης πόλεως; Ήταν πράγματι τόσο σημαντική η απώλεια αυτή ή μήπως η ήττα δημιούργησε τις προϋποθέσεις για νέους συλλογικούς και ατομικούς στόχους; Η ελληνιστική και η ρωμαϊκή περίοδος μας διδάσκουν τι παρέμεινε σταθερό μέσα στις κάποτε ραγδαίες αλλαγές και τι μετασχηματίστηκε κατ' ουσίαν, ενώ διατηρούσε απαράλλακτη την εξωτερική μορφή του. Αν σ' όλα τούτα προσθέσουμε ότι συχνά η πολιτιστική ανάπτυξη καθυστερεί έναντι της πολιτικής ή στρατιωτικής ακμής, θα κατανοήσουμε ότι μόνον η ενότητα του αρχαίου κόσμου δίνει το απαιτούμενο χρονικό εύρος για τη μάθηση που έχουμε ανάγκη [...].

Κύριε Κυρτάτα, παρότι έχουμε ενδείξεις πως οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι ανήκουν σε μια ενιαία πολιτισμική ομάδα, από άποψη θρησκείας και γλώσσας τουλάχιστον, δεν παρουσίασαν ποτέ ενιαία πολιτική δομή ούτε ποτέ ενώθηκαν σε ενιαία πολιτική και νομική διοίκηση. Ποια ήταν η εικόνα που είχαν για τον εαυτό τους και πώς όριζαν τον εαυτό τους σε σχέση με τον Άλλον;

Δ. Κ.: Αυτό που λέτε είναι πολύ σωστό. Οι Έλληνες δεν είχαν καμιά αμφιβολία ότι ανήκουν στην ίδια πολιτισμική ομάδα. Εξετάζοντας ωστόσο την ιστορία τους σε μια μακρά διάρκεια χιλίων διακοσίων περίπου χρόνων, διαπιστώνουμε κάτι πολύ ενδιαφέρον. Στη λεγόμενη αρχαϊκή και κλασική εποχή η πολιτική τους συγκρότηση ήταν "υποεθνική", πολλές πόλεις ανεξάρτητες μεταξύ τους. Ήδη ωστόσο από την κλασική εποχή γίνονταν πολλές προσπάθειες να επιβάλλουν οι ισχυρές πόλεις (κυρίως η Σπάρτη και η Αθήνα) μια ευρύτερη πολιτική ενότητα. Τη λεγόμενη ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή πάντως η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική. Η πολιτική συγκρότηση ήταν "υπερεθνική", εφόσον οι Έλληνες βρέθηκαν ενταγμένοι σε πολυεθνικά και πολυφυλετικά βασίλεια και στην επίσης πολυεθνική ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Μολονότι είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς με βεβαιότητα στα θέματα αυτά, έχω την αίσθηση ότι η πολιτισμική ενότητα ήταν ισχυρότερη στη δεύτερη περίπτωση. Οι Έλληνες που βρέθηκαν να κατοικούν στην περσική αυτοκρατορία, τα ελληνιστικά βασίλεια ή τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία έδειχναν συχνά μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την ιστορία του πολιτισμού τους από ό,τι οι Έλληνες που ζούσαν σε αυτόνομες πόλεις. Αλλά αυτό είναι κάτι που θέλει περισσότερη διερεύνηση.

Κύριε Ράγκο, ένα πολύ σημαντικό ζήτημα -που σας απασχολεί ιδιαιτέρως στο βιβλίο-είναι η συνάντηση των Ελλήνων με τον χριστιανισμό. Με δεδομένο το μεγάλο ζήτημα που δημιουργήθηκε στις απαρχές του νέου ελληνικού κράτους για την προτεραιότητα του "χριστιανικός" απέναντι στο "ελληνικός", ή το αντίθετο, πόσο γόνιμη ήταν αυτή η συνάντηση και τι έδωσε στους Έλληνες, συνηθισμένους στην ιδιότυπη ανεξιθρησκεία της αρχαίας θρησκείας, η σταδιακή αποδοχή του χριστιανισμού;

Σ. Ρ.: Κατ' αρχάς θα ήθελα να κάνω μια μικρή διόρθωση. Αυτό που αναφέρατε ως "ιδιότυπη ανεξιθρησκεία" δεν ήταν παρά η "ανοικτότητα" της αρχαίας θρησκείας να δεχτεί ότι ένας συγκεκριμένος άνθρωπος μπορεί να αισθάνεται μια μεγαλύτερη εγγύτητα ή προσήλωση προς κάποια θεότητα έναντι των άλλων και να την ερμηνεύει με τον δικό του τρόπο. Το βασικό ζήτημα δεν ήταν τι λες αλλά τι κάνεις. Η αρχαία θρησκευτικότητα μπορούσε να αποδεχτεί επίσης ότι κάποια θεία δύναμη έχει αγνοηθεί ή παραμεληθεί. Το πάνθεον ήταν ανοικτό σε προσθήκες και νέες συνθέσεις. Κατά τα άλλα, η αρχαία θρησκεία δεν ήταν καθόλου ανεξίθρησκη, όπως αποδεικνύουν οι αρκετές καταγγελίες για ασέβεια στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ., τα σκάνδαλα των Ερμοκοπιδών και της βεβήλωσης των Ελευσίνιων μυστηρίων, και φυσικά η περίφημη καταδίκη του Σωκράτη.[...] Παρά ταύτα, αναγνωρίζω ότι η αρχαία θρησκεία δεν είχε ούτε τη διάθεση ούτε τα μέσα να επιβάλει κάποια ορθή πίστη, κάποια ορθοδοξία. Όμως, το μέλημα της αλήθειας ήταν τόσο έντονο στους Έλληνες -και εκφράστηκε με πάθος και στη φιλοσοφία και στην επιστήμη- ώστε, όταν το αρχικό σφρίγος του πνεύματός τους παρήλθε, άρχισαν να υποκύπτουν σε ιερά κείμενα και θεόθεν αυθεντίες. Αυτό μάλιστα δεν έγινε μόνον με όσους ασπάστηκαν τον χριστιανισμό. Οι πλατωνικοί της ύστερης αρχαιότητας αποδέχτηκαν επίσης θεόπνευστες γραφές (τα χαλδαϊκά λόγια, τις ορφικές θεογονίες, κτλ). [...]

Αυτό που, κατά τη γνώμη μου, γοήτευσε κάποιους Έλληνες με τον χριστιανισμό ήταν η αδιαλλαξία του και η ατράνταχτη πεποίθηση των οπαδών του ότι κατέχουν σύμπασα την αλήθεια. Το ασυμβίβαστο της χριστιανικής πίστης με συμμετοχή σε οποιαδήποτε άλλη μυστηριακή λατρεία και ο τρόπος με τον οποίο οι χριστιανοί αψηφούσαν τον θάνατο υποδείκνυε μια απολυτότητα, αντίστοιχη της οποίας δεν βρίσκουμε παρά μόνον σε ορισμένους φιλοσόφους. Αλλά η φιλοσοφία ήταν για τους λίγους. Η άλλη παράμετρος που συνέβαλε στον εκχριστιανισμό των Ελλήνων ήταν η μέριμνα για το μέλλον της ατομικής ψυχής μετά τον θάνατο. Στην αρχαϊκή και κλασική Ελλάδα η μέριμνα αυτή ικανοποιούνταν, όσο μπορούσε να ικανοποιηθεί, με τη μύηση στα Ελευσίνια, τα Ορφικά ή άλλα μυστήρια. Όμως έχουμε βάσιμους λόγους να πιστεύουμε ότι η αθανασία που υπόσχονταν τα αρχαία μυστήρια ήταν βασισμένη στον φυσικό κύκλο της αναγέννησης των εποχών και της βλάστησης. Με άλλα λόγια, τα μυστήρια παρείχαν στον μύστη μια βιωματική θέαση της θέσης του ατόμου μέσα στην καθολική τάξη του σύμπαντος κόσμου. [...]

Με την ενδυνάμωση της αξίας του ατόμου κατά τη ρωμαϊκή εποχή γεννήθηκε, ή μάλλον ενδυναμώθηκε, μια παλαιότερη τάση για επιμέλεια του εαυτού και φροντίδα των όσων πρόκειται να συμβούν τόσο εδώ όσο και στο επέκεινα. Από την άλλη μεριά, αναζητώντας λόγους πνευματικούς σχετιζόμενους με το παρελθόν, δεν πρέπει να παραβλέπουμε τη σημασία της πολιτικής επιβολής του χριστιανισμού ως μόνης αποδεκτής θρησκείας στην ύστερη ρωμαϊκή οικουμένη, μιας επιβολής που δεν έγινε χωρίς σθεναρές αντιστάσεις από την πλευρά των "ειδωλολατρών". Τώρα, με το δεδομένο ότι οι Έλληνες εκχριστιανίστηκαν ή, έστω, αναγκάστηκαν να ασπαστούν τη νέα θρησκεία, δεν είναι διόλου περίεργο ότι θέλησαν, ασυνειδήτως ως επί το πολύ, να εισαγάγουν στον χριστιανισμό στοιχεία που προέρχονταν από την προγενέστερη θρησκευτική τους εμπειρία. Πιστεύω ότι τα στοιχεία αυτά μπορούν να συνοψιστούν στο εξής αίτημα: στην εκ νέου ιεροποίηση του φυσικού κόσμου, ή, σε θεολογικότερη διατύπωση, στην απάλειψη του χάσματος μεταξύ θεού και κόσμου, Πλάστη και κτίσης [...].