Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο, Απριλίου 30, 2016

Ψηφιακές κλασικές σπουδές: νέα έκδοση

Διαθέσιμος στο διαδίκτυο είναι ο τόμος "Digital Classics outside the Echo-Chamber: Teaching, Knowledge Exchange and Public Engagement". Περιλαμβάνει, στα έντεκα κεφάλαιά του, ανακοινώσεις (που έγιναν κατά κύριο λόγο στο Λονδίνο και το Βερολίνο) σχετικές με υπολογιστικές εφαρμογές στην έρευνα, τη μελέτη και τη διδασκαλία των ψηφιακών ανθρωπιστικών σπουδών, της κλασικής γραμματείας και γενικότερα της αρχαιότητας.

Περιεχόμενα:

Δευτέρα, Μαρτίου 14, 2016

Ήμασταν κι εμείς πρόσφυγες









Δευτέρα, Ιανουαρίου 25, 2016

Ο Αριστοτέλης

Με αφορμή τη συμπλήρωση των 2.400 χρόνων από τη γέννηση του Αριστοτέλη, η Unesco ανακήρυξε το έτος 2016 ως "Επετειακό έτος Αριστοτέλη", ύστερα από πρόταση της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής για την UNESCO. Οι εκπαιδευτικοί που θα ήθελαν να διοργανώσουν, με βάση τη σχετική εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας, κάποια εκδήλωση με τους μαθητές τους, χρήσιμο θα ήταν να συμβουλευτούν και το εγχειρίδιο του καθηγητή φιλοσοφίας στο ΑΠΘ Βασίλη Κάλφα "Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη". Ο τόμος περιλαμβάνει τα εξής κεφάλαια:
  1. Ο Αριστοτέλης και η εποχή του
  2. Ο χαρακτήρας της αριστοτελικής φιλοσοφίας
  3. Λογική και μεταφυσική στον Αριστοτέλη
  4. Η αριστοτελική φυσική
  5. Η πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη
  6. Η επιβίωση του Αριστοτέλη
  7. Ανθολόγιο κειμένων και μεταφράσεων του Αριστοτέλη.
 Το έργο διατίθεται ελεύθερα στο διαδίκτυο, στην ιστοσελίδα "Kallipos". Κάντε κλικ εδώ για να οδηγηθείτε στη σχετική σελίδα.



Πρόσθετο υλικό για τον Αριστοτέλη φιλοξενείται στις "Ψηφίδες για την Ελληνική Γλώσσα" - "Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση" - εγχειρίδιο των Β. Κάλφα & Γ. Ζωγραφίδη "Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι", καθώς επίσης στη φιλοσοφική εγκυκλοπαίδεια του ΙΜΕ.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 08, 2016

Απολογισμός της λειτουργίας της κοινότητας των Αρχαίων Ελληνικών στον "Διάλογο"


η-συντονισμός στην διαδικτυακή κοινότητα των αρχαίων ελληνικών "Διάλογος"

Λ. Πόλκας – Κ. Τουλούμης – Α. Μάτος

Αναδημοσίευση από τον τόμο: Δ. Κουτσογιάννης & Αν. Μάτος (επιμ.), Διαδικτυακές κοινότητες εκπαιδευτικών για τα γλωσσικά μαθήματα: σχεδιασμός και εμπειρία. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη, 2015.

Στο πλαίσιο της λειτουργίας της κοινότητας των αρχαίων ελληνικών στον Διάλογο επιδίωξη των παιδαγωγικών υπευθύνων, του συντονιστή και των συναδέλφων εκπαιδευτικών ήταν η συμφωνημένη παρέμβαση για την κριτική ανανέωση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών με τις ΤΠΕ στο Γυμνάσιο και το Λύκειο. Βασικές παράμετροι της αλλαγής πλεύσης στη διδασκαλία του μαθήματος ήταν:
  1. η πρόταξη της αρχαιογνωσίας έναντι της αρχαιογλωσσίας
  2. η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών σε σχέση με το παρόν
  3. η μετατόπιση του κέντρου βάρους της διδασκαλίας από τα «κείμενα» που θα έπρεπε να διδάξει ο καθηγητής στα «κείμενα» που θα μπορούσαν να κεντρίσουν το ενδιαφέρον του μαθητή
  4. η πρόταξη της εννοιολόγησης υπαρχόντων διδακτικών προβλημάτων στο μάθημα των Αρχαίων και η, εν συνεχεία, δυνατότητα αντιμετώπισής τους με την αξιοποίηση των ΤΠΕ.
 
    Η πρώτη σελίδα του Διαλόγου (κλικ στην εικόνα για μεγέθυνση)
Πρώτο σημείο αιχμής στάθηκε η εύρεση τρόπων αντιμετώπισης του ισχυρού ιδεολογικού επικαθορισμού που διέπει τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην ελληνική κοινωνία, γενικότερα, και προτάσσει τη γλώσσα έναντι της ερμηνείας των κειμένων, καθώς η πρώτη νομίζεται αναγκαίο στοιχείο για τη συγκρότηση και τη διαφύλαξη της ελληνικής ταυτότητας. Το ζήτημα αυτό τέθηκε από την αρχή έναρξης του Διαλόγου και έγινε φανερό πως υπήρχαν ανάλογες απόψεις και μεταξύ των συναδέλφων στο εσωτερικό της κοινότητας. Οι απόψεις αυτές, μάλιστα, ενισχύονταν σταθερά από μια δονκιχωτική αντίληψη περί του γλωσσαμυντορικού ρόλου του φιλόλογου ως θεματοφύλακα των παραδόσεων και της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας.

Ως προς αυτό το ζήτημα, κρίθηκε αναγκαίο η αρχική αντίληψη που υπέβοσκε στις συζητήσεις μερικών συναδέλφων –ότι, δηλαδή, έπρεπε να προηγηθεί η εκμάθηση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και ύστερα οτιδήποτε άλλο– να υποκατασταθεί από την αξιοποίηση της γλωσσικής μορφής ως εργαλείου για την ερμηνεία των κειμένων. Προς αυτή την κατεύθυνση βοήθησαν σημαντικά οι «Στόχοι» στα σενάρια διδασκαλίας που αφορούσαν τις «Γνώσεις για τον κόσμο». Η ενότητα αυτή άνοιξε ένα νέο παράθυρο στη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών, συνδέοντάς τα και με τη σύγχρονη πραγματικότητα.

Δεύτερο σημείο αιχμής ήταν η γόνιμη μεταφορά της φιλοσοφίας και της αντίληψης κριτικών, διδακτικών και παιδαγωγικών αρχών, που είχαν ήδη συνταχθεί από τον Δημήτρη Κουτσογιάννη και τους συνεργάτες του με πεδίο αναφοράς τη διδασκαλία του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας, στη σύνταξη και την εφαρμογή διδακτικών σεναρίων για τα αρχαία ελληνικά. Οι αρχές αυτές, που αφορούσαν κυρίως τον κριτικό γραμματισμό, τις ταυτότητες και τους "λόγους" (discourses) εκπαιδευτικών και μαθητών, τους τρεις αλληλένδετους κύκλους στην αξιοποίηση των ΤΠΕ, τον ρόμβο της γλωσσικής εκπαίδευσης στη διδασκαλία και την ανάκλαση των, σύγχρονων και κριτικών, γλωσσικο-διδακτικών ρευμάτων στις ΤΠΕ, δημιούργησαν στην κοινότητα γόνιμο προβληματισμό, κυρίως σχετικά με το πώς θα εφαρμοζόταν ένα θεωρητικό πλαίσιο για την ομιλούμενη νεοελληνική γλώσσα σε μια γλώσσα που δεν μιλιέται πια, όπως είναι τα αρχαία ελληνικά.

Κατά κοινή ομολογία, χρειάστηκε αρκετός χρόνος για να «μεταφραστούν» και να εφαρμοστούν από τα μέλη της κοινότητας οι προηγούμενες θεωρητικές και γλωσσοδιδακτικές αρχές, με δημιουργικό και ανανεωτικό τρόπο, σ’ ένα μάθημα, όπως αυτό των αρχαίων ελληνικών, το οποίο, στο Λύκειο κυρίως, είναι προσανατολισμένο στην εξέταση, παραμένοντας σε ικανό βαθμό μονοτροπικό, βιβλιοφιλικό και καθηγητοκεντρικό. Η πρόκληση ήταν η επίκληση των σύγχρονων και κριτικών θεωρήσεων και κριτικών προσεγγίσεων στα σενάρια διδασκαλίας να μετατραπεί σε ανανεωτική πράξη.

Τρίτο σημείο αιχμής αποτέλεσε η καλλιέργεια της αίσθησης μεταξύ των συναδέλφων στον Διάλογο ότι συνεργάζονται σ’ έναν χώρο όπου μπορούν να αισθάνονται άνετα, και ότι δεν «προσλήφθηκαν» για να διεκπεραιώσουν απλώς ένα έργο, χρησιμοποιώντας μια τυπική και υπηρεσιακή γλώσσα επικοινωνίας. Πρόθεση και επιδίωξη ήταν η αντίληψη ότι οι καλές δουλειές προκύπτουν από ομάδες ανθρώπων που, ακόμη και αν συναντώνται ως άγνωστοι μεταξύ τους, σταδιακά αναπτύσσουν μεταξύ τους ανθρώπινη σχέση –ακόμη και φιλική– και νιώθουν ότι μιλούν την ίδια γλώσσα, έχουν τις ίδιες ανησυχίες και κοινά ενδιαφέροντα.

 
Δημογραφικά στοιχεία των εκπαιδευτικών της κοινότητας 
των αρχαίων ελληνικών στον Διάλογο (κλικ στην εικόνα για μεγέθυνση)
Τ. Μάτος: η-κοινότητα αρχαίων ελληνικών, σελ. 65.

Ο στόχος, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν ήταν η δημιουργία ενός «ουδέτερου» καλού κλίματος μεταξύ όλων των συμμετεχόντων στην κοινότητα συναδέλφων, αλλά η εδραίωση της συναντίληψης ότι ο Διάλογος, καταρχάς, έπρεπε να αποτελέσει χώρο, στον οποίο οι συμμετέχοντες θα μπορούσαν, πρόθυμα και με άνεση, να πραγματώσουν τις ταυτότητές τους, ενστερνιζόμενοι την ανάγκη για ανανέωση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών και αντιμετωπίζοντας τα ψηφιακά μέσα ως εργαλείο με το οποίο θα πετύχουν τον παραπάνω στόχο.

Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, εκτιμήθηκε ότι «η ζωή», στο πλαίσιο του Διαλόγου, έπρεπε να αποτελέσει για όλους τους συμμετέχοντες ευκαιρία να συναντηθούν και να συνομιλήσουν με ανθρώπους, με τους οποίους μοιράζονται το ίδιο «πάθος» για την αλλαγή της διδασκαλίας, οι οποίοι θα τους καταλαβαίνουν και από τους οποίους θα παίρνουν ενίσχυση για τις καθημερινές τους προσπάθειες μέσα στην αίθουσα και στο σχολείο.

Παράλληλα, θεωρήθηκε αναγκαίο οι συνάδελφοι εκπαιδευτικοί να παρακινούνται να εκφράζονται ελεύθερα στην κοινότητα (χωρίς τις επιφυλάξεις ή την αμφισβήτηση που αντιμετωπίζουν στον καθημερινό εργασιακό τους χώρο) και να σχεδιάζουν διδακτικές δραστηριότητες (ακόμη και τέτοιες που θεωρούνται πως ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα στο, οικείο για τον καθένα, σχολικό περιβάλλον). Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στο πώς θα μπορούσαν, γενικότερα, οι συνάδελφοι να πειραματιστούν με νέες διδακτικές μεθόδους, έχοντας πάντα την υποστήριξη ο ένας του άλλου αλλά και των παιδαγωγικών υπευθύνων και του συντονιστή, πέρα από σχολικούς ελέγχους ιεραρχίας και «πειθαρχίας». Στο πλαίσιο αυτό, οι προς αξιοποίηση μαθησιακοί πόροι (σενάρια διδασκαλίας κλπ.) θα μπορούσαν να διατηρούν τη δυναμικότητα και τον ανοιχτό τους χαρακτήρα, αξιοποιούμενοι σε «έργα εν εξελίξει» από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς και τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας.

Εξάλλου, συνυπολογίστηκε εξαρχής το γεγονός ότι στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ο φιλόλογος που επιδιώκει να αξιοποιήσει τα ψηφιακά μέσα, με στόχο να ανανεώσει τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών και να προκαλέσει ρήξεις στα ισχύοντα (υιοθετώντας διερευνητικές και ανοιχτές διδακτικές πρακτικές), συνιστά εξαίρεση και μάλιστα ισχνή. Σε αρκετές περιπτώσεις αντιμετωπίζεται είτε ως «μη κατάλληλος», εφόσον υπάρχει η πεποίθηση ότι ο τρόπος που διδάσκει δεν οδηγεί σε άριστες επιδόσεις στις σχολικές αλλά και εθνικές εξετάσεις, είτε ως «γραφικός», επειδή ματαιοπο- νεί, επιδιώκοντας να διδάξει με τρόπο που είναι αντίθετος προς ό,τι απαιτεί η ίδια η σχολική πραγματικότητα.

Δεν είναι λίγες οι φορές που εκπαιδευτικοί, οι οποίοι επιμορφώθηκαν στην αξιοποίηση των ψηφιακών μέσων στην διδασκαλία (στο λεγόμενο Β΄ επίπεδο) και ενστερνίστηκαν τον στόχο της ανανέωσής της μέσα από αυτά, αγωνίζονται μόνοι μέσα σε ένα φαύλο κύκλο προβλημάτων και συχνά εγκαταλείπουν κάθε παρόμοια προσπάθεια. Επιπρόσθετος, κατ’ επέκταση, στόχος που τέθηκε στον Διάλογο ήταν οι συμμετέχοντες εκπαιδευτικοί (που στην πλειοψηφία τους είχαν πιστοποιηθεί στην Επιμόρφωση Β΄ επιπέδου) να λειτουργήσουν και ως πρότυπο ρόλου (role model) στο ελληνικό σχολείο. Ασχολούνται, εξάλλου, συστηματικά με το έργο της διδακτικής των αρχαίων ελληνικών με τις ΤΠΕ, για το οποίο η ελληνική πολιτεία έχει δαπανήσει σημαντικά ποσά χρημάτων και ανθρώπινων πόρων.

Στην πράξη τα προηγούμενα σημεία αιχμής δοκιμάστηκαν και αναδείχθηκαν, λίγο πολύ, από την πρώτη «δραστηριότητα» της κοινότητας του Διαλόγου των αρχαίων –μετά την απαραίτητη διά ζώσης γνωριμία στο ΚΕΓ– που ήταν, μεταξύ άλλων, η ανταλλαγή απόψεων, όσον αφορά το τί πιστεύαμε για το μάθημα και για τους εαυτούς μας ως δασκάλους. Επρόκειτο για αναστοχαστική διαδικασία, η οποία βοήθησε να καταγραφούν και να γίνουν περισσότερο συνειδητές τόσο οι απόψεις μας όσο και, κυρίως, οι διδακτικές μας πρακτικές. Το πεδίο των προσδοκιών των μελών της κοινότητας, πάντως, στην αρχή ήταν κάπως ασαφές. Είναι δύσκολο, εξάλλου, να προσεγγίσει κανείς με σιγουριά τα κίνητρα των εκπαιδευτικών που εκδήλωσαν ενδιαφέρον συμμετοχής στο έργο. Ο καθένας προσήλθε σε αυτό με τις δικές του αντιλήψεις για τον ρόλο των ΤΠΕ στη διδασκαλία. Οι περισσότεροι συνάδελφοι ήταν θετικοί απέναντι στην ενεργότερη εμπλοκή των ΤΠΕ στη διδασκαλία των αρχαίων, αν και δεν εννοούσαν όλοι, με τον ίδιο τρόπο, αυτήν την εμπλοκή.

Η κοινωνική δικτύωση των μελών της κοινότητας των αρχαίων ελληνικών
στον Διάλογο (κλικ στην εικόνα για μεγέθυνση)
Τ. Μάτος: η-κοινότητα αρχαίων ελληνικών, σελ. 72.

Στην αρχή, όπως τουλάχιστον προέκυψε από τις πρώτες απόπειρες δημιουργίας σεναρίων διδασκαλίας, οι οποίες αφορούσαν μάλλον τη γλώσσα παρά τη γραμματεία, οι ΤΠΕ αντιμετωπίζονταν στην εργαλειακή τους διάσταση: ως μέσο που θα «βελτίωνε» τις συνθήκες της παραδοσιακής διδασκαλίας του μαθήματος. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις, μάλιστα, ήταν ιδιαίτερα εμφανής η καχυποψία απέναντι στη χρήση τους, ακόμα και η απαξίωση αυτής της χρήσης. Οι αντιλήψεις αυτές μεταφέρονταν και στην κοινότητα του Διαλόγου, είτε μέσω της απόλυτης σιγής είτε με παρεμβάσεις στον παιδαγωγικό υπεύθυνο, οι οποίες αμφισβητούσαν το έργο και τον ρόλο των συμμετεχόντων. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, η συνεργασία ήταν ιδιαίτερα προβληματική.

Στην πρώτη διά ζώσης συνάντηση των μελών της κοινότητας στους χώρους του ΚΕΓ παρουσιάστηκε το έργο και οι στόχοι του. Είναι αλήθεια πως στην πρώτη τηλεδιάσκεψη που ακολούθησε φάνηκε πως οι συμμετέχοντες είχαν ανάγκη περαιτέρω διευκρινίσεων και έπρεπε να καθοδηγηθούν, ώστε να κατατοπιστούν από κείμενα που είχαν ήδη παραχθεί στο πλαίσιο του έργου. Εκτός από τις σύγχρονες ομαδικές συνεργασίες μέσω των τηλεδιασκέψεων, χρειάστηκε κάποιες φορές να υπάρξει ατομική ψηφιακή συνεργασία και εξατομικευμένη καθοδήγηση, η οποία λειτούργησε αρκετά εποικοδομητικά. Επειδή, όμως, η επιλογή αυτή δεν εντασσόταν στη λογική των κοινοτήτων του Διαλόγου δεν ενθαρρύνθηκε ιδιαίτερα. Παρόλα αυτά, υπήρξαν αρκετοί συμμετέχοντες, όπως αναφέρεται παρακάτω, που επέμεναν σε προσωπικό σχολιασμό και «διόρθωση» των σεναρίων τους από τον παιδαγωγικό υπεύθυνο μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Η πρακτική αυτή ακολουθήθηκε στην αρχή του έργου για κάποια σενάρια όπου διαπιστωνόταν πως υπήρχε μια αμηχανία απέναντι στη φιλοσοφία του έργου και την αξιοποίηση των ΤΠΕ στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών. Αργότερα, πάντως, δεν χρειάστηκαν ανάλογες παρεμβάσεις.

Συχνό ήταν το φαινόμενο τα μέλη της κοινότητας να μη θέλουν να «εκτεθούν», όπως πίστευαν, στους υπολοίπους συναδέλφους τους, καταθέτοντας σκέψεις, πρακτικές και δοκιμές σεναρίων. Στην αρχή αρκετοί συνάδελφοι θεωρούσαν ότι θα ήταν καλό να πάρουν πρώτα την έγκριση του παιδαγωγικού υπευθύνου για το έργο τους και μετά να το υποβάλουν προς συζήτηση. Οι εκκλήσεις για προσωπική επικοινωνία ήταν συχνές. Πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι αυτό πολύ γρήγορα ξεπεράστηκε, κυρίως μετά τις online συναντήσεις της ολομέλειας της ομάδας, όπου δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες δημιουργίας δεσμών ανάμεσα στα μέλη της. Είναι χαρακτηριστικό πως άτομα που συμμετείχαν τακτικά σε αυτές δέθηκαν περισσότερο μεταξύ τους σε σχέση με αυτούς/ές που δεν είχαν συχνή παρουσία. Οι τηλεδιασκέψεις αποτέλεσαν, έτσι, ισχυρό μέσο σύνδεσης των μελών της ομάδας και συνέβαλαν πάρα πολύ στην ανάπτυξη της κοινότητας. Παρόλα αυτά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι βασικός παράγοντας σύναψης αυτών των δεσμών ήταν οι ταυτότητες και η προσωπικότητα των συμμετεχόντων και όχι το μέσο. Ο καθένας, τελικά, όταν αισθάνθηκε άνεση και ασφάλεια, εξέφρασε τον εαυτό του μέσα από το μέσο.

Υπήρξαν, βέβαια, και περιπτώσεις συναδέλφων που δυσκολεύονταν να πραγματώσουν ταυτότητα «συμμετέχοντος σε κοινότητα διδακτικών πρακτικών», με συνέπεια να λειτουργούν ως μέλη-διεκπεραιωτές ενός τυπικού έργου. Ελάχιστοι εκπαιδευτικοί αρχικά περιχαρακώθηκαν, υιοθετώντας ένα θεσμικό γλωσσικό ιδίωμα στα forum της κοινότητας. Στη συνέχεια, παρά τις παροτρύνσεις και τη διακριτική αλλά σταθερή παρακίνηση των συντονιστών, παρέμειναν «λιγομίλητοι». Με τον τρόπο τους αυτό έδειχναν ότι δεν προτιμούν το άνοιγμα στα υπόλοιπα μέλη ή δεν καταφέρνουν να πραγματώσουν με επιτυχία, κατά τη γνώμη τους, μια ταυτότητα «συμμετέχοντος σε κοινότητα».

Η συνεργατική λογική και επικοινωνία που τηρήθηκαν στο πλαίσιο σύνταξης και εφαρμογής των σεναρίων διδασκαλίας στον Διάλογο ήταν γραμμική: προηγούνταν η σύντομη περιγραφή/κατάθεση της βασικής ιδέας και της πορείας του σεναρίου από τον συντάκτη, ακολουθούσαν πρώτες αντιδράσεις ή συμπληρώσεις των υπολοίπων μελών της κοινότητας και, στη συνέχεια, παρουσιαζόταν μια πρώτη πρόχειρη παρουσίαση του συνταγμένου σεναρίου από τον συντάκτη του, στην οποία μπορούσαν να προκληθούν νέες αντιδράσεις ή διορθωτικές προτάσεις. Στο τέλος, το ολοκληρωμένο ή διορθωμένο σενάριο αναρτώνταν στον Διάλογο ή και σε διαδικτυακή πλατφόρμα. Ήταν δυνατόν, ακόμη και στην τελική μορφή που έπαιρνε ένα διδακτικό σενάριο, να προκύψουν συστάσεις για περαιτέρω συμπληρώσεις ή διορθώσεις, κυρίως από τον παιδαγωγικό υπεύθυνο της κοινότητας. Ωστόσο, συνολικά το προηγούμενο γραμμικό σχήμα δεν είχε κανονιστικό χαρακτήρα.

Σε γενικές γραμμές, ο σχολιασμός των συνταγμένων και των εφαρμοσμένων σεναρίων από τα μέλη της κοινότητας στον Διάλογο δεν ήταν ικανοποιητικός. Τις περισσότερες φορές συμμετείχαν ο συντάκτης ή ο εφαρμοστής και ο παιδαγωγικός υπεύθυνος, που σχολίαζαν το συγκεκριμένο σενάριο, ενώ τα λοιπά μέλη της κοινότητας παρενέβαιναν άρρυθμα και μεμονωμένα. Γι’ αυτό ευθύνονται, κυρίως, τόσο ο φόρτος εργασίας (διδακτικός και γραφειοκρατικός) που είχαν οι εκπαιδευτικοί στα σχολεία τους όσο και η έλλειψη προηγούμενης εμπειρίας και «κουλτούρας» συμμετοχής σε ανάλογα εγχειρήματα. Συνδυαστικά και αρνητικά προς αυτήν την κατεύθυνση λειτούργησαν: η δύσκολη, έως καταθλιπτική, περιρρέουσα εκπαιδευτική ατμόσφαιρα ‒κάτι που συχνά επισημάνθηκε στις διασκέψεις μας‒, καθώς επίσης και η αμηχανία να εκθέσουν οι συνάδελφοι το έργο τους σε μια κοινότητα ομοτέχνων.

Σημειώνεται, επίσης, ότι, ενώ οι συμμετέχοντες στον Διάλογο εκπαιδευτικοί κινήθηκαν πολύ ικανοποιητικά κατά τη σύνταξη των σεναρίων διδασκαλίας σε ζητήματα παιδαγωγικού σχεδιασμού και πρακτικής, αντιμετώπισαν, άλλοτε με επιφύλαξη και άλλοτε με αμηχανία, τη διαχείριση των τμημάτων των σεναρίων όπου έπρεπε να συνδέσουν τη συγκεκριμένη διδακτική τους πρόταση με το θεωρητικό πλαίσιο. Έτσι, είτε κατονόμαζαν στα σενάριά τους αρκετές θεωρητικές εκδοχές είτε, συχνότερα, κατέφευγαν σε προηγούμενα σενάρια των παιδαγωγικών υπευθύνων και αντλούσαν από εκεί τα σχετικά θεωρητικά δεδομένα. Συνήθως, δηλαδή, έλειπε το «φιλτράρισμα» του θεωρητικού πλαισίου, το οποίο θα επέτρεπε να γειώνεται το σενάριο στη συγκεκριμένη διδακτική πρόθεση.

Εξάλλου, κατά την ανταλλαγή απόψεων των μελών της κοινότητας στον Διάλογο δεν προέκυψε σημαντική διαφορά ανάμεσα στα συνταγμένα και τα εφαρμοσμένα σενάρια. Παρόλο που ήταν δυνατή η συχνή συνεργασία ανάμεσα στον συντάκτη και τον εφαρμοστή, δεν υπερίσχυσε η λογική της δραστικής τροποποίησης του συνταγμένου σεναρίου, ώστε αυτό να προσαρμοστεί στις διαφορετικές σχολικές συνθήκες. Η εφαρμογή των παραδειγματικών σεναρίων είχε και αυτή τα προβλήματά της, καθώς αρκετά από αυτά δεν ακολουθούσαν πιστά το καθιερωμένο πρότυπο σύνταξης των σεναρίων που είχε υιοθετηθεί στον Διάλογο, με αποτέλεσμα οι συνάδελφοι εκπαιδευτικοί όχι μόνο να εφαρμόζουν αλλά και να συντάσσουν τμήματα του σεναρίου που εφάρμοζαν. Εξάλλου, αρκετοί από τους συντάκτες των παραδειγματικών σεναρίων δεν συμμετείχαν στον Διάλογο, επομένως δεν μπορούσε να υπάρξει συνεργασία με το μέλος-εφαρμοστή.

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι υπήρξε συσσώρευση κατάθεσης και ανάρτησης σεναρίων, για το Λύκειο κυρίως, κοντά στη χρονική περίοδο λήξης των προθεσμιών παράδοσής τους. Έτσι, λόγω της ποσότητάς τους, γινόταν δύσκολη η διορθωτική ανατροφοδότηση, είτε από τα μέλη της κοινότητας είτε από τον παιδαγωγικό υπεύθυνο του Λυκείου, με αποτέλεσμα να «περάσουν» σενάρια με δυσδιάκριτη ίσως πρωτοτυπία, στα οποία δεν αναδεικνυόταν η προστιθέμενη με τις ΤΠΕ αξία. Γενικότερα, η χρονική περίοδος, κατά την οποία είχε οριστεί η κατάθεση των σεναρίων των μελών στο ΚΕΓ, αποδείχθηκε αρκετά απαιτητική σε χρόνο και ενέργεια για τον συντονιστή, τους παιδαγωγικούς υπευθύνους και τους εκπαιδευτικούς.

Στην έναρξη του Διαλόγου ως πλατφόρμα ανάρτησης των σεναρίων διδασκαλίας αξιοποιήθηκε, μετά από συνεννόηση με άλλους η-συντονιστές κοινοτήτων, το ηλεκτρονικό χαρτοφυλάκιο (e-portfolio) Mahara. Με το εργαλείο αυτό τα μέλη της κοινότητας μπορούσαν να διατηρούν για μεγάλο χρονικό διάστημα (ακόμη και συνεχώς αν το επιθυμούσαν) τα διδακτικά τους σενάρια ως έργα εν εξελίξει, αλλά και να καλούν άλλα μέλη της κοινότητας να συμβάλουν στην, από κοινού, επεξεργασία και στον σχεδιασμό τους. Παράλληλα, μπορούσαν να σχολιάζουν και να συνεισφέρουν, με κριτική και προ- τάσεις, στο καθαυτό περιβάλλον της κοινότητας και, πιο συγκεκριμένα, στα οικεία fora συζητήσεων.

Η πράξη έδειξε πως πολλοί από τους αρχικούς σχεδιασμούς ακολούθησαν την προβλεπόμενη πορεία, ενώ για αρκετούς έγιναν κάποιες αλλαγές και προσαρμογές, καθώς διαπιστώθηκε ότι στον συντονισμό είχε υποτιμηθεί το ότι ο Διάλογος ήταν (τουλάχιστον ως προς τις δικές μας επιδιώξεις) μια κοινότητα ανθρώπων που «μοιράζονται ένα πάθος για κάτι» (Wenger 1998), αλλά ταυτόχρονα και μια ομάδα ανθρώπων που ανέλαβαν με συμβάσεις να ολοκληρώσουν και να παραδώσουν ένα συγκεκριμένο έργο (συγκεκριμένο αριθμό συνταγμένων και εφαρμοσμένων σεναρίων). Στις υποχρεώσεις, εξάλλου, των συναδέλφων συμπεριλαμβανόταν και το να λειτουργούν κατά τον τρόπο των κοινοτήτων διδακτικών πρακτικών. Κατά συνέπεια, εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι, εφόσον ένας εκπαιδευτικός δεν εντάσσεται αυθόρμητα σε μια διαδικτυακή κοινότητα με στόχο να παρατηρήσει εμπειρότερους, να δοκιμάσει διδακτικές πρακτικές και να βοηθηθεί από τη συσσωρευμένη κοινοτική πείρα, ήδη τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά σε σχέση με τον αρχικό συντονισμό, σχεδιασμό και τις επιδιώξεις.

Έγιναν, λοιπόν, αντιληπτοί οι επόμενοι παράγοντες που επέβαλαν αλλαγή στη στρατηγική συντονισμού. Καταρχάς, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στον Διάλογο δυσκολευόταν να διακρίνει τα πλεονεκτήματα της χρήσης του ανοιχτού, ευέλικτου και συνεργατικού ηλεκτρονικού χαρτοφυλάκιου Mahara και προτιμούσε να συντάσσει τα σενάριά της κατά μόνας, στον επεξεργαστή κειμένου, και στη συνέχεια να τα υποβάλει για κριτική στην κοινότητα. Το γεγονός αυτό είναι ενδεικτικό της κουλτούρας του έντυπου που διαπερνά τις ταυτότητες των εκπαιδευτικών, οι οποίοι (ασυνείδητα) απορρίπτουν τη δυναμικότητα και την ευελιξία, ενώ προτιμούν τα στάδια της δημιουργίας του διδακτικού τους σεναρίου και της υποβολής του στην κοινότητα να διαδέχονται το ένα το άλλο και να είναι διακριτά.

Ύστερα, εκ μέρους του συντονιστή, το έργο απαιτούσε μεγάλη κατάθεση ενέργειας είτε λόγω του λογιστικού φόρτου (π.χ. κατανομές και συντονισμός των συνταγμένων ή των εφαρμοσμένων σεναρίων) είτε λόγω φόρτου εργασίας (π.χ. διοργάνωση εξ αποστάσεως ιστο-σεμιναρίων σε τακτά χρονικά διαστήματα με τους εκπαιδευτικούς ή και με τους παιδαγωγικούς υπευθύνους, προσεκτική διαχείριση διαφωνιών, παρακινήσεις ή συνεννοήσεις με τους παιδαγωγικούς υπευθύνους για την τήρηση ενιαίας γραμμής συντονισμού κλπ.). Για την αντιμετώπιση των προηγούμενων αρνητικών συνθηκών, παραμερίστηκε το ηλεκτρονικό χαρτοφυλάκιο Mahara (χωρίς ωστόσο να καταργηθεί), επινοήθηκαν πιο ευέλικτοι τρόποι ανάρτησης και σχολιασμού των σεναρίων, στους οποίους ανταποκρίθηκαν οι εκπαιδευτικοί, παραχωρήθηκαν ρόλοι υποστηρικτών των νέων μελών του Διαλόγου σε «παλαιούς» και έμπειρους συναδέλφους, ενώ δημιουργήθηκαν ομάδες παρακίνησης και υποστήριξης των πιο «λιγομίλητων» μελών.

Όταν ξεκίνησε ο Διάλογος, οι παιδαγωγικοί υπεύθυνοι και ο συντονιστής είχαν αρκετή επιμορφωτική εμπειρία στο πλαίσιο της τυπικής επιμόρφωσης, αλλά περιορισμένη έως ελάχιστη από ανάλογες κοινότητες. Ό, τι γνώριζαν είχε άμεση σχέση με την προηγούμενη, επιμορφωτική τους δράση στο Β΄ επίπεδο της επιμόρφωσης στις ΤΠΕ ή με την ενδεχόμενη συμμετοχή τους σε κοινωνικά δίκτυα. Υπήρχαν, έτσι, κάποιες αρχικές επιφυλάξεις για τη λειτουργία του εγχειρήματος. Αυτές βασίζονταν, κυρίως, στον μεγάλο αριθμό των συμμετεχόντων εκπαιδευτικών στην κοινότητα, τη γεωγραφική διασπορά τους, καθώς και το ότι δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους. Η έλλειψη συνεργατικής κουλτούρας στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ήταν, κάποιες φορές, χαρακτηριστική, ακόμη, μάλιστα, και μεταξύ συναδέλφων της κοινότητας που ανήκαν στο ίδιο σχολείο.

Οι παιδαγωγικοί υπεύθυνοι στην κοινότητα των αρχαίων ελληνικών είχαν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, σε σχέση με τους υπεύθυνους των άλλων κοινοτήτων του Διαλόγου. Ήταν και οι ίδιοι εκπαιδευτικοί, ενώ συνέταξαν και εφάρμοσαν και οι ίδιοι σενάρια διδασκαλίας. Είχαν τον ρόλο του πιο «έμπειρου» ή του περισσότερο «μυημένου» στη φιλοσοφία του έργου, του «υποστηρικτικού συμβούλου» και «κριτικού φίλου». Το γεγονός ότι ήταν εκπαιδευτικοί, οι οποίοι είχαν επίγνωση του τί συμβαίνει στην καθημερινή σχολική πραγματικότητα, βοήθησε στο να διαχειρίζονται καλύτερα και να κατανοούν σχετικά προβλήματα. Από την άλλη μεριά, έγιναν αποδεκτοί από την πλειοψηφία των άλλων μελών της κοινότητας, τα οποία εμπιστεύτηκαν την επιλογή του ΚΕΓ. Οι εκπαιδευτικοί της κοινότητας, στην πλειοψηφία τους, κατέφευγαν σε αυτούς πολύ συχνά, όταν αντιμετώπιζαν προβλήματα στη σύνταξη και στην εφαρμογή των σεναρίων.

Ο βηματισμός της συμμετοχής των παιδαγωγικών υπευθύνων στον Διάλογο δεν είχε «κανονική τροχιά». Ήταν μεταβαλλόμενος και γνώρισε επιταχύνσεις και πισωγυρίσματα, ανάλογα και με την τροχιά του βηματισμού των υπόλοιπων συμμετεχόντων μελών της κοινότητας. Συνδεόταν, κυρίως, με τις προθεσμίες παράδοσης των σεναρίων, όταν ο Διάλογος έσφυζε από «ζωή». Είναι χαρακτηριστικό ότι η οποιαδήποτε προσπάθεια να τεθούν και γενικότερα ζητήματα και να προκληθεί, με βάση αυτά, ευρύτερη συζήτηση κατέληγε σε μια περιορισμένη συμμετοχή των ίδιων εκπαιδευτικών μελών.

Εξάλλου, οι παιδαγωγικοί υπεύθυνοι δεν θέλησαν να επιβάλλουν τις απόψεις τους και δεν έπαιξαν, σε καμία περίπτωση, τον ρόλο του «διορθωτή» των σεναρίων. Προσπάθησαν να μεταφέρουν στην κοινότητα τη φιλοσοφία του έργου, να υποστηρίξουν τους εκπαιδευτικούς που συμμετείχαν σε αυτό και να επισημάνουν σημεία των σεναρίων, τα οποία οδηγούσαν σε μια ευρύτερη συζήτηση. Παρότι η συμμετοχή στη συζήτηση, η οποία προκαλούνταν από ένα σενάριο και τις παραμέτρους του, περιοριζόταν πολλές φορές ανάμεσα στον παιδαγωγικό υπεύθυνο, τον συντονιστή, τον συντάκτη του και ελάχιστους άλλους συμμετέχοντες, το αποτέλεσμα ήταν γόνιμο και μπορούσαν να το δουν όλοι.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ύστερα από κάθε, ανάλογη με τα παραπάνω, κριτική παρέμβαση, η τελική απόφαση τροποποίησης του σεναρίου ανήκε στον συντάκτη ή τον εφαρμοστή του. Οι παιδαγωγικοί υπεύθυνοι είχαν τη δυνατότητα να απορρίψουν κάποια σενάρια, όταν αυτά ήταν εμφανώς εκτός της φιλοσοφίας του έργου. Πρέπει να σημειωθεί, όμως, ότι τα σενάρια που τελικά απορρίφθηκαν ήταν μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού.

Ο συντονιστής του έργου των μελών της κοινότητας προσπάθησε συνειδητά να δοθεί «χώρος», προκειμένου να εκφραστούν όλες οι «φωνές» των συναδέλφων, ενώ, ταυτόχρονα, εφαρμόζοντας λεπτές κινήσεις και χειρισμούς, επιδίωξε το παραγόμενο έργο (σενάρια, εφαρμογές, πρακτικές, συζητήσεις κλπ.) να διαπνέεται από τον αρχικό σχεδιασμό που προέβλεπε τη δημιουργία μαθησιακών πόρων με πρόσθετη μαθησιακή αξία προς την κατεύθυνση της ανανέωσης και τον μετασχηματισμό της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών με τις ΤΠΕ. Το παραπάνω επιτεύχθηκε σε σημαντικό βαθμό, και αυτό οφείλεται στους εξής παράγοντες: 
  1. στη συχνή συνεργασία με τους επιστημονικούς υπεύθυνους του έργου και τη χάραξη κοινής γραμμής και στρατηγικών αναφορικά με τον η-συντονισμό
  2. στη σαφή και ενιαία γραμμή αλλά και την πολύ καλή σχέση μεταξύ των μελών της «ηγετικής ομάδας» της κοινότητας (η-συντονιστής και παιδαγωγικοί υπεύθυνοι). Το γεγονός αυτό ήταν άμεσα αντιληπτό σε όλα τα μέλη της κοινότητας και είχε ως αποτέλεσμα να αισθάνονται ότι η ομάδα δεν παραπαίει, αλλά ότι έχει σαφή και σταθερή στόχευση˙ τέλος, 
  3. στη συνδετική γείωση των δραστηριοτήτων (σύνταξη σεναρίων, υποστήριξη εκπαιδευτικών, ενημέρωση πάνω σε ζητήματα διδακτικής με ψηφιακά μέσα κλπ.), αφενός, με την αξιόπιστη ενημέρωση για τα διεθνώς ισχύοντα και, αφετέρου, με τη διδακτική πράξη και τη σχολική καθημερινότητα, στην οποία λειτουργούσε κάθε μέλος της κοινότητας.
Αν και η συμμετοχή στην κοινότητα του Διαλόγου ήταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία, το αποτέλεσμά της θα μπορούσε να ήταν καλύτερο, κυρίως ως προς την ένταση της συμμετοχής στις ασύγχρονες συζητήσεις, οι οποίες κατά την τελευταία περίοδο του έργου, όταν έπρεπε να κατατεθούν πολλά εφαρμοσμένα σενάρια, ατόνησαν πολύ. Παρόλα αυτά και τηρουμένων των αναλογιών, είναι εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός ότι δημιουργήθηκαν εξ αποστάσεως δεσμοί, συναντίληψη και αίσθημα του «συνανήκειν», που οδήγησαν τελικά σε διά ζώσης επικοινωνία και διασπορά του έργου με ημερίδες και σεμινάρια, τα οποία πραγματοποιήθηκαν με πρωτοβουλίες των συμμετεχόντων σε αυτό.

Η ανάληψη του συντονισμού ενός σύνθετου, με διακυμάνσεις και μακροπρόθεσμου έργου, όπως ο Διάλογος, προϋποθέτει, εκτός από την καλή θεωρητική σκευή του συντονιστή για τη ρύθμιση διαδικτυακών κοινοτήτων εκπαιδευτικών, και τη συστηματική μελέτη του τοπικού πλαισίου. Αυτό σημαίνει πως είναι αναγκαίο να προηγείται η μελέτη των αναγκών, των προσδοκιών και των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι συμμετέχοντες εκπαιδευτικοί στην επαγγελματική τους καθημερινότητα, ώστε να υπάρχει ετοιμότητα για γρήγορες και ευέλικτες προσαρμογές στο περιβάλλον που φιλοξενεί την κοινότητα, στα χρησιμοποιούμενα εργαλεία ή και στον τρόπο συντονισμού και διαχείρισης.

Παράλληλα, είναι χρήσιμο να προηγείται ανίχνευση των παιδαγωγικών και άλλων ταυτοτήτων που πραγματώνουν οι συμμετέχοντες, οι οποίες συναρτώνται με τους διδακτικούς και άλλους λόγους στους οποίους εγγράφονται ως κοινωνικοί δρώντες. Με αυτές τις προϋποθέσεις είναι δυνατόν να επιτευχθεί η δημιουργία της ανθρωπογεωγραφίας και ενός πλάνου για την κατεύθυνση και τον προσανατολισμό που η κοινότητα πρέπει να ακολουθήσει, ώστε, αφενός, να επιτύχει τους στόχους της και, αφετέρου, να επιτρέψει στους συμμετέχοντες να μιλούν με τη δική τους «φωνή».

Η δημιουργία διαδικτυακών κοινοτήτων ήταν μια νέα εμπειρία για τον καθένα μας. Αναφορικά με εμπειρίες υποστήριξης σε άλλες ομάδες εκπαιδευτικών είχε πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Το ότι έφερνε κοντά, ανά πάσα στιγμή, τα μέλη μιας ομάδας –που ήταν αρκετά διασκορπισμένη γεωγραφικά–, σε συνδυασμό με το ότι η ομάδα αυτή ήταν εστιασμένη σε έναν σκοπό και μπορούσε να διαμοιράσει, εύκολα και γρήγορα, ποικίλο και πολυτροπικό υλικό σχετικά με αυτόν τον σκοπό, ήταν το κυριότερο πλεονέκτημα. Το γεγονός ότι η κοινότητα ασχολούνταν με την αξιοποίηση των ΤΠΕ, την οποία μέσω του Διαλόγου ενέτασσε στην καθημερινότητα του κάθε μέλους, επέτεινε την όλη χρησιμότητά της. Ένα άλλο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό είναι πως το μέσο επέβαλε κανόνες, όπως, για παράδειγμα, το να παίρνει κανείς τον λόγο με τη σειρά, τόσο στις σύγχρονες όσο και στις ασύγχρονες συζητήσεις, ή να σχολιάζει με κριτικό τρόπο όσα γράφονται ή ακούγονται.

Η απουσία εξοικείωσης με το συγκεκριμένο μέσο και κάποια αμηχανία κατά την τελευταία φάση του έργου ήταν το κυριότερο μειονέκτημα. Η έλλειψη της διά ζώσης, προσωπικής επαφής λειτούργησε στην αρχή αρνητικά. Ξεπεράστηκε με την πάροδο του χρόνου, όσο γνωριζόμασταν καλύτερα. Παρότι σε παρόμοιες, μικρότερης κλίμακας, κοινότητες έχουν εκφραστεί, κατά καιρούς, από τους συμμετέχοντες (φιλολόγους και άλλους καθηγητές) υποτιμητικές απόψεις για τα ψηφιακά μέσα (π.χ. πως «σκοτώνουν» την επικοινωνία) –σε συνδυασμό και με την προκατάληψη ότι ο ψηφιακός λόγος είναι υποδεέστερος του γραπτού, κυρίως, και του προφορικού, δευτερευόντως– στον Διάλογο δεν εκφράστηκαν τέτοιες απόψεις, τουλάχιστον φανερά. Το γεγονός αυτό δείχνει σαφώς τη δυναμική του αλλά και το «κύρος» του. Συμπερασματικά: ο Διάλογος ήταν ένα συνεργατικό περιβάλλον που μπορεί να μην εξάντλησε, βέβαια, όλες τις δυνατότητές του, συνέβαλε, όμως, ώστε να επιτευχθεί:
  1. πλουραλισμός στα παραχθέντα σενάρια ως προς ποικίλες παιδαγωγικές αντιλήψεις και πρακτικές που ενσωματώθηκαν σε αυτά και 
  2. αναστοχασμός για τις ταυτότητες και τους ρόλους των διδασκόντων, τις πρακτικές τους αλλά και τους ρόλους των μαθητών.
Εκείνο που θα μπορούσε, ίσως, να ενισχύσει μελλοντικές ανάλογες δράσεις με ψηφιακές κοινότητες θα ήταν η οικοδόμηση μιας παράλληλης, προσωπικής και εξ αποστάσεως, σχέσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι παιδαγωγικοί υπεύθυνοι, τουλάχιστον, δεν ήρθαμε σε ικανοποιητική επαφή με όλους τους συμμετέχοντες στην τελευταία περίοδο του έργου. Αυτό μπορεί να οφειλόταν τόσο στη φύση του συγκεκριμένου έργου, που περιελάμβανε μόνο εφαρμογές, όσο και στην απουσία αρκετών τηλεδιασκέψεων. Έτσι, δεν υπήρξε η δυνατότητα συστηματικής γνωριμίας. Μπορεί να έφταιγε και ο τεχνολογικός κορεσμός των υπευθύνων ή και η απουσία, από τους συμμετέχοντες εκπαιδευτικούς, κατάθεσης ευρύτερων προβληματισμών για τη δουλειά τους και την τάξη τους. Πάντως, οι ψηφιακές κοινότητες δεν είναι πανάκεια και δεν υποκαθιστούν την προσωπική επικοινωνία, η οποία λύνει πάντα σημαντικά ζητήματα. Η εμπειρία στη συγκεκριμένη, ωστόσο, περίπτωση κατέδειξε ότι άνθρωποι συγκεκριμένων ταυτοτήτων μπορούν να συναντηθούν και διαδικτυακά.

Είναι σαφές από τα παραπάνω πως στις διαδικτυακές κοινότητες το βάρος δεν πρέπει να πέσει τόσο στο νέο εργαλείο αυτό καθαυτό, αλλά στις δυνατότητές του να αναδείξει τις ταυτότητες των εκπαιδευτικών που θα συμμετέχουν σε αυτό. Θα ήταν, ίσως, υπερβολικό να μιλήσουμε για αλλαγή ταυτοτήτων των εκπαιδευτικών μέσα από μια παρόμοια διαδικασία. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή μπορεί να συμβάλει στη συνειδητοποίηση, εκ μέρους τους, των αντιλήψεων και των εκάστοτε πρακτικών τους και να τις αναδείξει εναργέστερα. Στο πλαίσιο αυτό, η δημιουργία ενός χώρου κατάθεσης, ακόμα και «σύγκρουσης», διαφορετικών ιδεών μπορεί να εξυπηρετηθεί καλύτερα από μια κοινότητα μακράς διάρκειας, όπως η ψηφιακή. Πρέπει, όμως, να υπάρχουν πάντα σαφείς κανόνες. Στην κατεύθυνση αυτή, για την αποτελεσματική λειτουργία της κοινότητας δεν χρειάζεται να υπάρχουν ιεραρχικές δομές αλλά υπεύθυνοι ρόλοι «κριτικών φίλων» από την πλευρά των παιδαγωγικών υπευθύνων και του συντονιστή.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 01, 2016

Απαγγελίες ομηρικής Οδύσσειας: πρόγραμμα Εθνικού Θεάτρου